ΟΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΕΣ ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΤΗΣ Β΄ ΒΑΤΙΚΑΝΕΙΑΣ ΣΥΝΟΔΟΥ


Τοῦ ᾿Αρχιμ. Μαξίμου Ματθαίου

Τό παρόν ἄρθρο δημοσιεύθηκε στήν «ΣΥΜΒΟΛΗ» Ἐπιθεώρησις τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ τυπικοῦ, τεῦχος 15 σ. 29 κἑ. (www.symbole.gr)


Ἡ Β΄ Βατικάνεια Σύνοδος τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς Ἐκκλησίας (1964/65) προέβη σέ σημαντικές λειτουργικές μεταρρυθμίσεις, ἀποτέλεσμα μακροχρόνιων διεργασιῶν ὑπό τόν χαρακτηρισμό «λειτουργική κίνηση», πού ἐξωτερικά μέν προεκάλεσε ἡ ἔντονη ἀντίδραση τῶν προτεσταντῶν τῆς Μεταρρύθμισης, οἱ ὁποῖοι θέλοντας νά διορθώσουν τά κακῶς κείμενα στή λατρεία τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς Ἐκκλησίας ἀπέρριψαν σύνολη τή λειτουργική παράδοση, ἐσωτερικά ὅμως ἡ μελέτη τῆς λειτουργικῆς παραδόσεως καί ἡ συνειδητοποίηση ὄντως μερικῶν ἤ πολλῶν κακῶς κειμένων. Ἀμυνομένη ἡ Ρωμαιοκαθολική Ἐκκλησία ἐπί αἰῶνες, ἀφυπνιζομένη δέ ἀπό τίς ἀρχές τοῦ Κ΄ αἰ., καλλιέργησε ἐπισταμένως τή μελέτη τῆς λειτουργικῆς παραδόσεως σέ ἐξέχοντα κέντρα τῆς «λειτουργικῆς κίνησης» κυρίως στή Γαλλία, τή Γερμανία καί τό Βέλγιο, γιά νά ἀντιμετωπίσει τά προβλήματα στή λατρεία, πού διεπίστωνε.


Οἱ λειτουργικές αὐτές μεταρρυθμίσεις ἀφοροῦν κυρίως στή θεία λειτουργία - στό μυστήριον τῆς Θείας Εὐχαριστίας, καθώς καί στά ἄλλα μυστήρια, ἀλλά καί στήν ἐν γένει θεία λατρεία. Ὁ ὅρος «μεταρρυθμίσεις» ἴσως δέν εἶναι δόκιμος (ἐκτός ἄν τίθεται ὡς ἀντιστάθμισμα τῆς προτεσταντικῆς μεταρρυθμίσεως), καθ᾿ ὅσον δέν ἀφορᾶ σέ μετάλλαξη, ἀλλοίωση ἤ ἀπόρριψη τῆς λειτουργικῆς παραδόσεως, ἀλλά σέ διόρθωση παρεκκλίσεων ἐπί τῆς οὐσίας καί τοῦ νοήματος τῆς θείας λατρείας καί σέ ἀποκατάσταση τῆς ἀρχαίας λειτουργικῆς πράξεως, ἐρειδομένη στίς σπουδές τῆς χριστιανικῆς ἀρχαιολογίας καί στίς μελέτες τῶν Πατερικῶν συγγραμμάτων ἐπί τοῦ τρόπου καί τῆς μορφῆς τῆς θείας λατρείας στήν ἀρχαία ἀποστολική καί ἀδιαίρετη Ἐκκλησία, στή παλαιά τῆς Ἐκκλησίας παράδοση.


Πρίν προβοῦμε στή παρουσίαση τῶν βασικῶν αὐτῶν λειτουργικῶν ἀποφάσεων τῆς Β΄ Βατικάνειας Συνόδου, θά πρέπει νά δοῦμε σέ ποία ἀδιέξοδη κατάσταση εἶχε περιέλθει ἡ θεία λατρεία στή Δύση καί ποιά προβλήματα προεκάλεσαν τή ρωμαιοκαθολική «λειτουργική κίνηση». Τό περιορισμένον τοῦ ἄρθρου δέν μᾶς ἐπιτρέπει τήν πλήρη ἱστορική ἀναδρομή, μά μόνο ἐπιγραμματική ἀναφορά στίς βασικές θέσεις καί ἀρχές.


Ὁ κύριος καί βασικός λόγος πού προεκάλεσε τήν «λειτουργική κίνηση» ὑπῆρξε ἡ ὁσημέραι παρατηρούμενη ἀνενεργός καί παθητική συμμετοχή τῶν πιστῶν στή θεία λειτουργία. Αὐτό ὠφείλετο στή μή κατανόηση τῶν λεγομένων ὑπό τῶν λειτουργῶν καί τῶν χορῶν, ἐξ αἰτίας τῆς ἐμμονῆς τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς Ἐκκλησίας στή νεκρή Λατινική γλῶσσα ἀπανταχοῦ τῆς γῆς, ὡς ἐπίσημης καί ἱερῆς γλώσσας τῆς λατρείας· στήν ἐπικράτηση τῶν λεγομένων μυστικῶν ἤ «χαμηλῇ τῇ φωνῇ» τελουμένων λειτουργιῶν -ἀγνώστων στήν καθ᾿ ἡμᾶς Ἀνατολή- πού ὡδήγησαν βαθμηδόν στήν ἀπομόνωση τοῦ πιστοῦ ἀπό τό σκοπό τῆς λατρείας, στή μεμονωμένη, προσωπική καί ἰδιωτική λατρεία· στήν ἀπόσταση πού δημιουργήθηκε μεταξύ λειτουργοῦ καί πιστῶν καί στή μεταξύ τῶν πιστῶν ἀπομόνωση καί ἰδιώτευση, στήν κατ᾿ ἰδίαν προσευχή καί περισυλλογή, ἀντί τῆς κοινῆς πράξεως καί ἐνεργείας τῆς «ἐν τῷ ναῷ» λατρείας.


Ἡ λειτουργία καί τά μυστήρια κατέστησαν γιά τόν πιστό «ἀποκεκρυμένον μυστήριον» καί καθιερώθηκε ἡ ἀπόκρυψη τῶν μυστηρίων, ὄχι φυσικά ἔναντι τῶν ἀμυήτων -εἰδωλολατρῶν καί ἀλλοθρήσκων-, ἀλλ᾿ ἔναντι αὐτοῦ τοῦ χριστιανικοῦ λαοῦ. Διάφορες θεολογικές τάσεις καί ροπές τοῦ Μεσαίωνα καλλιέργησαν τήν δραματική (ὡς θεατρικό δρᾶμα) ἐμφάνιση τῆς λειτουργίας, τό πολλαπλασιασμό τῶν ἰδιωτικῶν καί μυστικῶν εὐχῶν τῶν ὑπό τῶν λειτουργῶν ἀναφερομένων, καί μόνον τῶν ἐκφωνήσεων ὑπό τοῦ λαοῦ ἀκουομένων, ἐνῶ οἱ πιστοί ἐμελέτων κατ’ ἰδίαν καί κατά μόνας, ἐν ὥρᾳ λατρείας, ἄλλας προσευχάς στή γλῶσσα πού καταλάβαιναν καί πού ἤδη κυκλοφοροῦσαν σέ φυλλάδια. Οἱ ἴδιες τάσεις εἶχαν καλλιεργήσει τήν, σέ ἀνέλπιστες ὑπερβολές, ἀλληγορική ἐξήγηση τῆς λειτουργίας μέ πλεονάζοντα συμβολισμό, μέ ἀποτέλεσμα νά χάνεται ἐντελῶς ὁ πραγματικός χαρακτῆρας αὐτῆς, ὡς «τό ἐπί τῷ αὐτῷ συνέρχεσθαι», «ποιεῖν εὐχαριστίαν», «τελεῖν τά μυστήρια», «ποιεῖν σύναξιν» ὡς «Σῶμα Χριστοῦ», ἵνα ἀπό κοινοῦ δι᾿ αὐτῆς οἱ πιστοί «εὐχαριστήσωσι τῷ Θεῷ ὑπέρ πασῶν τῶν φανερῶν καί ἀφανῶν εὐεργεσιῶν τῶν εἰς αὐτούς γεγενημένων» προσφέροντες γι᾿ αὐτά ὡς «ἕν σῶμα», «ἐν ἐνί στόματι καί μιᾷ καρδίᾳ», θυσία λογική καί ἀναίμακτη ἀναφερομένη στό «ὑπερουράνιον θυσιαστήριον».


Χάθηκε ἔτσι ἡ ἔννοια τῆς λειτουργίας, πού, κατά τή διακήρυξη τῆς κινήσεως, «εἶναι ἡ θεία λατρεία, τήν ὁποίαν τό μυστικόν σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ἡ Ἐκκλησία ὡς κοινωνία ἡνωμένη μετά τοῦ Χριστοῦ προσφέρει εἰς τόν ἐν οὐρανοῖς Πατέρα».


Χάθηκε ἡ ἔννοια τῆς Ἐκκλησίας ὡς Σώματος Χριστοῦ καί δέν προσέφερε πλέον ἡ Ἐκκλησία τήν θυσία τῆς Εὐχαριστίας στό Θεό, ἀλλά νέα ἀντίληψη περί τῆς θείας εὐχαριστίας διεφάνη. Ἡ Εὐχαριστία ἐθεωρεῖτο ὡς ἡ bona gratia, ἡ ἀγαθή χάρη, ἡ εὐδοκία, ἡ εὔνοια, τήν ὁποία καταπέμπει ἐξ οὐρανοῦ ὁ Θεός στούς πιστούς κατά τό «κρίσιμο» σημεῖο τῆς λειτουργίας, τόν καθαγιασμό, τή μετουσίωση. Ὁ πρότερον «γεγωνυία τῇ φωνῇ» ἀπαγγελόμενος ὑπό τῶν λειτουργῶν κανόνας (ἡ καθ᾿ ἡμᾶς ἀναφορά) ἐλέγετο ἤδη μυστικῶς, μέ ἀποτέλεσμα τό κάθε τι στήν τελετουργία νά συγκαλύπτεται ἀπό πέπλο μυστηρίου. Ἡ λειτουργία κατέστη «ἐπί μᾶλλον καί μᾶλλον τό μυστήριον τῆς θείας καθόδου, ἡ ἐπελθοῦσα δ᾿ ἐν τῷ μεταξύ τροποποίησις ἐν τῷ βήματι, καθ᾿ ἥν τό μέν θυσιαστήριον προσεκολλήθη ἐπί τῆς κόγχης, ὁ δέ θρόνος τοῦ ἐπισκόπου ἀπ᾿ αὐτῆς μετετέθη ἐγγύς τοῦ ἄμβωνος, καί οἱ λειτουργοί ἐτέλουν τήν λειτουργίαν εἰς τό ἑξῆς μετά τῶν νώτων ἐστραμμένων πρός τόν λαόν, συνετέλεσε καί αὕτη εἰς τό νά θεᾶται ὁ λαός μακρόθεν μόνον τά τελούμενα, φόβῳ συνεχόμενος καί πόρρω τοῦ θυσιαστηρίου ἱστάμενος, μή πλησιάζων πλέον εἰς αὐτό, μηδέ συνεχῶς μετέχων τούτου, ἀλλά κατά τάς μεγάλας μόνον ἑορτάς κοινωνῶν τοῦ μυστηρίου».


Ἄλλες καινοτομίες καί τροποποιήσεις πού διεύρυναν τό χάσμα μεταξύ τῶν πιστῶν καί τοῦ θυσιαστηρίου ἦταν ἡ παύση τῆς προσφορᾶς ὑπό τῶν πιστῶν τῶν εἰδῶν τῆς εὐχαριστίας, τοῦ ἄρτου (προσφόρου) καί τοῦ οἴνου (εἰσαχθείσης ἐν τῷ μεταξύ τῆς χρήσεως τῶν ἀζύμων) διά τῆς ὁποίας συμμετεῖχον ἐνεργά οἱ πιστοί τῆς Προσκομιδῆς καί ἡ ὁποία ἀντικατεστάθη βαθμηδόν ἀπό χρηματικές εἰσφορές. Οἱ ἔντονες ὀρθολογιστικές ἐξηγήσεις περί τῆς μεταβολῆς τῶν εὐχαριστιακῶν εἰδῶν (μετουσιώσεως) καί οἱ κυκλοφορούμενες ἀφηγήσεις φανταστικῶν θαυμάτων, κατά τά ὁποῖα λειτουργοί εἶδαν στό δισκάριο ἀντί τοῦ καθηγιασμένου ἄρτου τήν ἀνθρώπινη μορφή τοῦ Σωτῆρος, ἤγειραν στούς εὐπίστους τό συναίσθημα τῆς ἀναξιότητός των, ὅπως ἴδουν τήν σωματική μορφή τοῦ Κυρίου ὑποκρυπτόμενη στό μυστήριο, ἀρκοῦσε δέ σ᾿ αὐτούς μόνη ἡ θέα τοῦ καθαγιασμένου ἄρτου ἤ ἡ γονυπετής συμμετοχή μόνον κατά τήν ὥρα τοῦ καθαγιασμοῦ, γιά νά ἀντικαταστήσει κι αὐτή τή θεία κοινωνία. Ἔτσι πολλοί ἔτρεχαν ἀπό τόν ἕνα ναό στόν ἄλλο γιά νά προλάβουν πολλούς καθαγιασμούς ἤ συνέρρεαν στόν ἐνοριακό ναό λίγο πρίν ἀπό τόν καθαγιασμό, γιά νά ἀποχωρήσουν εὐθύς ἀμέσως. Δέν ἄργησε ὥστε ὁ καθαγιασμένος ἄρτος νά τοποθετηθεῖ σέ ἀρτοφόριο καί νά προβάλλεται πρός θέαν καί εὐλογίαν καί σέ ἄλλες στιγμές ἱερῶν ἀκολουθιῶν, μέχρι τοῦ καί νά λιτανεύεται ἀνά τάς ὁδούς.


Μιά τέτοια ἀντίληψη τῆς λειτουργίας ὡς «θεάματος», πού ἰκανοποιεῖ τούς ὀφθαλμούς, δέν ἄργησε νά φέρει καί τήν προσπάθεια τῆς ἰκανοποιήσεως καί τῶν ὤτων διά τῆς μελῳδικώτερης ἐπεξεργασίας τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ἄσματος, καταργουμένου σύν τῷ χρόνῳ τοῦ ἁπλοῦ γρηγοριανοῦ μέλους, δραματοποιώντας ἐπί τό κοσμικώτερο τή θεία λειτουργία.


Ἄλλο ἀξιοσημείωτο σημεῖο λειτουργικῆς παρεκκλίσεως ὑπῆρξε ἡ μεγάλη αὔξηση τοῦ ἀριθμοῦ τῶν λειτουργιῶν τήν ἴδια ἡμέρα, γιά ἰδιωτικούς, προσωπικούς καί εἰδικούς σκοπούς, ἐν εἴδει ἀφιερώματος ἤ ταξίματος, γιά τήν ἐπίτευξη ὅλως κοσμικῶν καί ἐπιγείων ὑποθέσεων, οἱ λεγόμενες «ἰδιωτικές» λειτουργίες, ἐκ παρερμηνείας τοῦ ἰλαστηρίου χαρακτῆρος τῆς «ἐν τῇ εὐχαριστίᾳ» θυσίας μέχρι καί τῆς πλάνης ὅτι ἡ λειτουργία αὐτή καθ᾿ ἑαυτή ἔχει δύναμη καί ὅσο πιό πολλές λειτουργίες τελοῦνται τόσο μεγαλύτερη ἀξία ἔχουν παρά τῷ Θεῷ γιά ἀξιομισθία, ἄφεση, ἰκανοποίηση τῆς θείας δικαιοσύνης, ἐξιλέωση, ἀπαλλαγή ἀπό τό καθαρτήριο πῦρ, ἀνεξάρτητα ἀπό τήν ἐφ᾿ ἅπαξ προσενεχθεῖσα θυσία ὑπό τοῦ Κυρίου ἐπί τοῦ Σταυροῦ. Ἔτσι δημιουργήθηκαν μέσα στόν ἴδιο ναό πολλά παρεκκλήσια ἤ ἄλλα παράπλευρα θυσιαστήρια προσκεκολλημένα στούς τοίχους γιά τήν πολλαπλῆ τέλεση λειτουργίας τήν αὐτή ὥρα καί ἡμέρα.


Πάντα ταῦτα συνιστοῦν ἀναμφισβήτητα παρέκκλιση καί ἀπομάκρυνση ἀπό τό γενικό χαρακτῆρα τῆς ἀρχαίας λατρείας. Σ᾿ ὅλα αὐτά ὁ μεσαιωνικός Καθολικισμός προσέθεσε τό φόρτο τῶν διακοσμήσεων στά ἄμφια καί στούς ναούς, μεταφέροντας τήν ἔννοια τῆς ἐπουρανίου θυσίας τοῦ αἰωνίου μυστηρίου, στά τελούμενα στό ὁρατό θυσιαστήριο, καί στίς ἐν χρόνῳ ἐκδηλώσεις τοῦ μυστηρίου τούτου στόν ὁρατό κόσμο· μέ τή λατρεία τῆς «ἱερᾶς καρδίας τοῦ Ἰησοῦ», τήν παρεκκλίνουσα ποικιλόμορφη λατρεία τῆς Παναγίας καί γενικά μέ τήν ὠφελιμιστική ἀντίληψη τῆς θρησκείας, τήν ἀνάπτυξη τῆς ἰδιωτικῆς λατρείας καί ἀτομικίστικης εὐσέβειας.


Γιά τήν ἀντιμετώπιση τῶν παραμορφώσεων αὐτῶν καί πρό τῶν ἀποφάσεων τῆς Β΄ Βατικάνειας Συνόδου ἔχουμε τίς μνημειώδεις ἐκδόσεις δύο Ἐγκυκλίων τοῦ Πάπα Πίου Ι΄, μία τό 1903 περί τῆς ἐκκλησιαστικῆς μουσικῆς, στήν ὁποία καθώριζε τήν ἐπί τό ἀπλούστερον διαμόρφωση τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ἄσματος διά τῆς ἐπανόδου στό παλαιό γρηγοριανό μέλος, συστήσας ἀκόμη καί τόν παραμερισμό τοῦ ὀργάνου, μέ σκοπό νά διευκολυνθεῖ ἡ συμμετοχή τοῦ ἐκκλησιάσματος στή ψαλμωδία τῆς λατρείας καί στήν ὁποία διεκήρυττε ὅτι «ἡ ἐνεργός συμμετοχή ἐν τῇ δημοσίᾳ καί ἱερᾷ προσευχῇ τῆς Ἐκκλησίας εἶνε ἡ πρώτη καί ἀπαραίτητος πηγή ἀληθοῦς χριστιανικοῦ πνεύματος» καί γιά τήν ὁποία ἐκλήθη λειτουργικός Πάπας, καί μία ἄλλη τό 1910 στήν ὁποία συνιστᾶ τήν ὑπό τῶν πιστῶν συχνῆ θεία κοινωνία, εἰ δυνατόν καί καθημερινά, ὡς ἐπισφράγιση καί κορύφωμα τῆς ἐνεργοῦ συμμετοχῆς ἐν τῇ λατρείᾳ, καί γιά τήν ὁποία ἐκλήθη εὐχαριστιακός Πάπας. Αὐτές οἱ Ἐγκύκλιοι εὐνόησαν τή «λειτουργική κίνηση», ἡ ὁποία ὡς κέντρα εἶχε ἐξέχουσες Μονές στή Γαλλία, Γερμανία καί Βέλγιο, ὡς προανεφέρθη. Δι᾿ αὐτῶν τῶν Ἐγκυκλίων ἐπίσης παρηγγέλθησαν οἱ μέν λειτουργοί νά στρέφωνται πρός τόν λαό καί «κατ᾿ ἐνώπιον αὐτοῦ» νά ἀπαγγέλουν «εἰς ἐπήκοον» τίς εὐχές, στούς δέ πιστούς συνεστήθη κατά τήν ὥρα τῆς λειτουργίας νά μή προσεύχωνται μέ ἄλλες προσευχές ἀλλά μέ τίς εὐχές τῆς λειτουργίας, νά προσεύχωνται τήν ἴδια τή λειτουργία.


Πρίν ἀναφερθοῦμε ἐν συντομίᾳ στίς ἀποφάσεις τῆς Β΄ Βατικάνειας Συνόδου θά πρέπει νά ἐπισημάνουμε, ὅτι ἡ προηγηθεῖσα Λειτουργική Κίνηση τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς Ἐκκλησίας, ἀποτελοῦσα προσπάθεια ἀνακαινίσεως τῆς λατρείας της, εὐνόητον εἶναι, ὅτι θά παρουσιάζετο στά μάτια τῶν εἰθισμένων στίς ἐπικρατήσασες ἀπό τοῦ μεσαίωνος μορφές λατρείας, ὡς ριζοσπαστική καί ἐπαναστατική κίνηση. Οἱ ἡγούμενοι τῆς κινήσεως αὐτῆς ὅμως, σθεναρῶς ἀντετάχθησαν στίς κατηγορίες περί νεωτερισμοῦ καί τοῦ ἤδη ἀποκηρυχθέντος, ὑπό τῆς ρωμαιοκαθολικῆς ἐκκλησίας, μοντερνισμοῦ (Modernismus) καί διά συνεχῶν ἀνακοινώσεων ἐδήλωναν, ὅτι ἀντιθέτως, ἡ λειτουργική κίνηση ἐξελίσσεται μέσα στά πλαίσια τῆς καθολικῆς ἐκκλησίας, ἐμμένουσα σταθερά στά ὅρια τῆς αὐθεντίας, τῆς παλαιᾶς λειτουργικῆς παραδόσεως καί τῆς ἀρχαίας πράξεως.


Οἱ εἰσαχθεῖσες ἀπό τή Β΄ Βατικάνεια Σύνοδο μεταρρυθμίσεις καί ἀποκαταστάσεις στή λατρεία, πάντοτε βασιζόμενες στήν ἀρχαία παράδοση, ἀποσκοποῦν στήν ἐνεργό συμμετοχή τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ στή λατρεία, ὥστε αὐτή νά καθίσταται λατρεία συλλογική καί ζῶσα τοῦ ὅλου ἐκκλησιάσματος τῶν πιστῶν.


Ἔτσι ὡς πρῶτο σπουδαῖο βῆμα ὑπῆρξε ἡ εἰσαγωγή στή λατρεία τῆς κατανοουμένης ὑπό τοῦ ἐκκλησιάσματος γλώσσας. Στό ἑξῆς ἡ λατρεία τελεῖται στή γλώσσα τοῦ κάθε λαοῦ.


Ἡ προσκεκολλημένη καί ἐντειχισμένη στήν κόγχη τοῦ ἱεροῦ βήματος ἁγία τράπεζα, μή ἐπιτρέπουσα τήν κύκλωση αὐτῆς ὑπό τῶν λειτουργῶν, ἀπεκολλήθη, μεταφερθεῖσα πρός τό μέσον τοῦ ναοῦ ἤ πρό τῶν δρυφράκτων τοῦ δικοῦ μας σολέα. (Στήν Ἀνατολή οὐδέποτε προσεκολλήθη ἡ ἁγία τράπεζα στήν κόγχη. Ἡ διατηρουμένη πάντοτε ἀπόσταση καί ἡ ὕπαρξη ἐνίοτε συνθρόνου, διέσωσε τήν ἀρχαία πράξη τῆς ὅπισθεν τοῦ θυσιαστηρίου παραμονῆς τῶν λειτουργῶν, καί δή τοῦ ἐπισκόπου στό θρόνο του, βλεπόντων πρός δυσμάς, ἐστραμμένων τῶν νώτων των στήν κόγχη καί ὄχι στό λαό.) Παρηγγέλθη ἡ ὄπισθεν τῆς ἁγίας τραπέζης στάση τοῦ λειτουργοῦ ἔχοντος κατ᾿ ἐνώπιον αὐτοῦ τήν ἁγία τράπεζα καί ὅλο τό ἐκκλησίασμα, τό ὁποῖο, διά μόνων χαμηλῶν δρυφράκτων ἤ ὄχι, συμμετέχει ἀνεμποδίστως στά τελούμενα, ἀκούει εὐχερέστερα τίς εὐχές τῆς ἀναφορᾶς τίς «εἰς ἐπήκοον» τοῦ λαοῦ πλέον ἐξακουομένας, τονισθέντος ὅτι ὁ λαός πρέπει νά συμπροσφέρει καί νά συνθύει μετά τοῦ ἱερέως, ὅπως σαφέστατα ὑπονοεῖται στό ὑπό τοῦ λειτουργοῦ σέ πλυθηντικό πολλάκις λεγόμενο «προσφέρομεν».


Πρός τοῦτο εἰσήχθη ἡ χρήση περισσοτέρων ἀναφορῶν (τεσσάρων), ἀντί τῆς μιᾶς, τῆς ρωμαϊκῆς, πού ἴσχυε ὥς τότε.


Τό κήρυγμα ξαναπῆρε τή θέση πού ἔπρεπε νά ἔχει στή λατρεία, μετά δηλ. τά ἀναγνώσματα.


Ἡ χρήση τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ἐπανῆλθε στή λειτουργία τοῦ Λόγου, καταρτίσθηκε νέος κύκλος ἀποστολικῶν καί εὐαγγελικῶν ἀναγνωσμάτων, ὥστε νά ἀποκατασταθοῦν αὐτά δαψιλέστερα στή λειτουργία καί νά καταστεῖ ἐμφανής ἡ ἄρρηκτα συνδεδεμένη μέ τό μυστήριο ἀνάγνωση τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ.


Εὐνοήθηκε ἡ συμμετοχή τοῦ λαοῦ στά ψαλλόμενα, στίς ἀποκρίσεις, τά ἀντίφωνα, τίς ἐπῳδές.


Ἐπανεισήχθη ἡ μετά τά ἀναγνώσματα καί τό κήρυγμα κοινή (ἐκτενής) δέηση καί οἱ εὐχές τῶν πιστῶν.


Ἐπανῆλθε τό συλλείτουργο τῶν ἱερέων.


Ἐτονίσθη ὅπως ἡ κοινωνία τῶν πιστῶν γίνεται μόνον ἀπό τόν καθαγιασθέντα, στήν λειτουργία πού παρίστανται, ἄρτο (καί ὄχι ἀπό φυλασσόμενα προηγιασμένα), μάλιστα δέ ἀπό ἀμφότερα τά εἴδη τῆς εὐχαριστίας, ἤτοι τοῦ ἄρτου καί τοῦ οἴνου. (Δυστυχῶς αὐτό γίνεται ἀκόμη ἐπιλεκτικῶς κατά τήν κρίσιν τοῦ ἐπισκόπου ἤ τοῦ λειτουργοῦ.)


Διετάχθη ἡ τέλεση τῶν μυστηρίων, καί δή τοῦ Βαπτίσματος, τοῦ Χρίσματος καί τοῦ Γάμου, συνημμένως μέ τή θεία λειτουργία.


Τά ἄμφια τῶν ἐπισκόπων (καί αὐτοῦ τοῦ Πάπα) καί τῶν λοιπῶν κληρικῶν ἐπανῆλθαν στήν παλαιά ἁπλότητα καί λιτότητα.


Ἀποκαθάρθηκε τό ἑορτολόγιο καί προβλήθηκαν οἱ δεσποτικές ἑορτές.


Ἡ ἐκκλησία τοῦ Βατικανοῦ θά πρέπει νά ἐπανέλθει ἀκόμη καί στήν πρίν ἀπό τόν μεσαίωνα χρήση ἐνζύμου ἄρτου στή Θεία Εὐχαριστία, ὅπως καί στήν ἐπανένωση τῶν τριῶν «εἰσαγωγικῶν» λεγομένων μυστηρίων τῆς μυήσεως, ἤτοι τοῦ θείου Βαπτίσματος, τοῦ ἱεροῦ Χρίσματος καί τῆς θείας Εὐχαριστίας. Ἐπίσης οἱ δογματικές ἀποκκλίσεις, οἱ ἐγκόσμιες ἐξουσιαστικές τάσεις, ἡ κρατική νοοτροπία καί ἡ ἐκκοσμίκευση, τήν κρατοῦν ἀκόμη δέσμια σέ πολλά θέματα τῆς ἐν γένει λειτουργικῆς ζωῆς (ἀφοῦ «ὁ κανόνας τῆς πίστεως ταυτίζεται μέ τόν κανόνα τῆς προσευχῆς»), ὥστε νά μή δύναται ἐντελῶς νά ἀποτινάξει, νά ἀποκαθάρει καί νά ἐπαναφέρει τά τῆς λατρείας της στά τῆς πολιᾶς ἀρχαιότητος καί τῆς ἀρχαίας λειτουργικῆς παραδόσεως δεδομένα, πού ἡ Ἀνατολική Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία διετήρησε ἀμετάβλητα τουλάχιστον κατά τίς κύριες αὐτῆς γραμμές.


Οἱ ἀποφάσεις τῆς Β΄ Βατικάνειας Συνόδου ἀπό πλευρᾶς Ὀρθοδόξου ἀξιολογοῦνται θετικές, σοβαρές, ἐπωφελεῖς καί ἐποικοδομητικές, καθ᾿ ὅσον μάλιστα (πρέπει νά τονισθεῖ, ὅτι) ἡ ἀναφυεῖσα στή Δύση «λειτουργική κίνηση» ὑπῆρξε ἀποτέλεσμα κυρίως τῆς σπουδῆς καί ἐρεύνης τῶν Ἀνατολικῶν λειτουργικῶν τύπων καί τῆς ἀρχαίας Ἀνατολικῆς λειτουργικῆς Παραδόσεως.


Παρά ταῦτα, ἄν, καί κατά τήν κρίση τῶν Δυτικῶν, ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι ἡ κατ᾿ ἐξοχήν «λειτουργική» Ἐκκλησία, αὐτό δέν σημαίνει ὅτι δέν χρειάζεται «λειτουργική ἀνανέωση». Ἀντίθετα, ἴσως οἱ «λειτουργικές» ἐκκλησίες τήν χρειάζονται περισσότερο παρά οἱ «μή λειτουργικές», ὅπως ἐπισημαίνει ὁ ἀείμνηστος π. Α. Σμέμαν.


Οἱ μεμψιμοιρίες ἐκ μέρους ὡρισμένων Ὀρθοδόξων ὅτι οἱ ἀποφάσεις τῆς Β΄ Βατικάνειας Συνόδου ἀπέτυχαν καί δέν ἐπέφεραν τό ποθητό ἀποτέλεσμα καί ὡς ἐκ τούτου δέν θά πρέπει στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία οὔτε κάν νά γίνεται ἀναφορά γιά «λειτουργική ἀναγέννηση», ἀνανέωση ἤ ἀποκατάσταση, ἄς μᾶς προβληματίσουν ἔντονα, καί ἄς σκεφθοῦμε ἄν εὐθύνονται οἱ ἀποφάσεις τῆς Β΄ Βατικάνειας Συνόδου ἤ ἡ ἐμμένουσα νοοτροπία καί ροπή τῶν ἀπανταχοῦ θρησκευομένων πιστῶν πρός τόν ἀποκρυφισμό, τόν κακῶς νοούμενο μυστικισμό, τή θρησκεία, τή θρησκοληψία, τή μαγεία καί τόν παγανισμό. Δυστυχῶς δέν εἶναι δυνατόν τέτοιες μεσαιωνικές καί εἰδωλολατρικές ἀντιλήψεις νά ἀναστέλουν τό ἀληθές νόημα τοῦ χριστιανισμοῦ καί τῆς ἐν πνεύματι καί ἀληθείᾳ θείας λατρείας αὐτοῦ.


ΚΥΡΙΟΤΕΡΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:


- Π. Ν. ΤΡΕΜΠΕΛΑ, ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΟΙ ΤΥΠΟΙ ΤΗΣ ΔΥΣΕΩΣ ΚΑΙ ΔΙΑΜΑΡΤΥΡΟΜΕΝΩΝ AGENDA, «ΣΩΤΗΡ» ΑΘΗΝΑΙ 1998


-   Π. Ν. ΤΡΕΜΠΕΛΑ, Η ΡΩΜΑΪΚΗ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΗ ΚΙΝΗΣΙΣ ΚΑΙ Η ΠΡΑΞΙΣ ΤΗΣ ΑΝΑΤΟΛΗΣ, ΑΘΗΝΑΙ 1949


-     ΙΩ. Μ. ΦΟΥΝΤΟΥΛΗ, ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΗ Α΄, ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 1993


-   ΑΛΕΞ. ΣΜΕΜΑΝ, Η ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΗ ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗ ΚΑΙ Η ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ, ΛΑΡΝΑΚΑ 1989

ΑΡΧΙΚΗ

Ἀρχική

Ὁ Εὐαγγελιστής Λουκᾶς

Ναός - Ἱστορία

Ἐνοριακή ζωή

Νεότητα

Πρόγραμμα μηνός

Ἐπίκαιρα

Ἄρθρα - Μελέτες

Ὀρθόδοξοι κόμβοι

Ἐπικοινωνία

Βοήθεια